- τροχῇ
- τροχάζωrun quicklyfut ind mid 2nd sg (doric)τροχάζωrun quicklyfut ind act 3rd sg (doric)τροχήcoursefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροχή — ἡ, Α δρόμος, τρόχος (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ της ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. τρέχω + κατάλ. ή (πρβλ. τροπ ή, τροφ ή)] … Dictionary of Greek
προσαυρίζω — Α συναντώμαι με κάποιον («νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ», Τραγ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὔρα «φύσημα αέρα, αέρας εν κινήσει, δροσερή πνοή» + κατάλ. ίζω. Η σημ. τής λ. έχει προκύψει μεταφορικά από την ιδιότητα της αύρας να μετακινεί… … Dictionary of Greek
τροχάων — τροχά̱ων , τροχή course fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχῶν — τροχάζω run quickly fut part act masc voc sg τροχάζω run quickly fut part act neut nom/voc/acc sg τροχάζω run quickly fut part act masc nom sg (attic epic ionic) τροχή course fem gen pl τροχός wheel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)